- πιεστήρ
- πῐεσ-τήρ, ῆρος, ὁ,A squeezer : press, IG22.1672.304 (pl.), Dsc.4.64 (v.l. πιαστ-), Gal.13.1044, Aët.12.55.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πιεστήρ — ῆρος, ὁ, Α 1. αυτός που πιέζει, που συνθλίβει κάτι 2. το πιεστήριο, το όργανο, η συσκευή που συμπιέζει, που συνθλίβει. [ΕΤΥΜΟΛ. < πιέζω + επίθημα τήρ (πρβλ. θερισ τήρ)] … Dictionary of Greek
πιεστῆρος — πιεστήρ squeezer masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πιέζω — ΝΜΑ και δωρ., αιολ. και μτγν. τ. πιάζω, ιων. και επικ. τ. πιεζέω Α 1. σφίγγω δυνατά, ζουλώ με δύναμη, θλίβω, συνθλίβω, συμπιέζω, ασκώ πίεση (α. «πιέζω το βαμβάκι» β. «χειρὶ ἑλὼν ἐπίεζε βραχίονα», Ομ. Ιλ.) 2. συσφίγγω, συμμαζεύω, στοιβάζω,… … Dictionary of Greek
πιεστήριος — α, ο / πιεστήριος, ον, ΝΜΑ, και πιαστήριος Α [πιεστήρ] 1. αυτός με τον οποίο πιέζει, συνθλίβει κανείς κάτι («πιαστήρια /ὄργανα», Ηλιόδ.) 2.το ουδ. ως ουσ. το πιεστήριο(ν) και πιαστήριον το όργανο με το οποίο πιέζει, συνθλίβει κανείς κάτι νεοελλ.… … Dictionary of Greek